σαρκοβόρα

σαρκοβόρα
σαρκοβόρος
eating flesh
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποφαγώ — ἀνθρωποφαγῶ ( έω) (Α) τρώγω ανθρώπους, τρέφομαι με ανθρώπινο κρέας. (Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τη λέξη για τα σαρκοβόρα ζώα) …   Dictionary of Greek

  • γενετή — (genetta). Επιστημονική ονομασία είδους σαρκοβόρων ζώων της οικογένειας των μοσχογαλιδών, που την αποτελούν ζώα μήκους περίπου 1 μ., με κηλιδωτό τρίχωμα, ευκίνητα και αιμοβόρα. Όπως όλα τα αιλουροειδή και τα αρπακτικά, έτσι και τα σαρκοβόρα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • επικαταίρω — ἐπικαταίρω (Α) επιτίθεμαι από ψηλά εναντίον κάποιου, όπως τα σαρκοβόρα όρνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ αίρω «εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • παραγονιμίαση — (Ιατρ.). Ελμινθίαση που προσβάλλει τα σαρκοβόρα ζώα, τους χοίρους και τον άνθρωπο, κυρίως στους πνεύμονες. Η μόλυνση αυτή, που απαντάται στην Κίνα, στην Κορέα και στην Ιαπωνία, οφείλεται στον τρηματώδη σκώληκα paragonimus ringeri, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοβόρος — α, ο / σαρκοβόρος, ον, ΝΑ 1. (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. τα σαρκοβόρα ζωολ. τα σαρκοφάγα 2. φρ. «σαρκοβόρο φυτό» βοτ. φυτό ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και… …   Dictionary of Greek

  • βαθύλυχνος — (bathylychnus). Γένος ισοσπόνδυλων ψαριών της οικογένειας των στομιατιδών. Ζουν σε μεγάλα βάθη σε όλες τις θάλασσες του πλανήτη μας. Είναι σαρκοβόρα και αρπακτικά ψάρια με μακρύ σώμα και μεγάλα στηθαία πτερύγια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”